πλάνων

πλάνων
πλάνος
leading astray
masc/fem/neut gen pl
πλανάω
cause to wander
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
πλανάω
cause to wander
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλανῶν — πλάνη wandering fem gen pl πλανάω cause to wander pres part act masc voc sg πλανάω cause to wander pres part act neut nom/voc/acc sg πλανάω cause to wander pres part act masc nom sg (attic epic ionic) πλανάω cause to wander pres part act masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • καθοδηγώ — (AM καθοδηγώ, έω) [καθοδηγός] 1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο («ὁ καθοδηγῶν αἰχμάλωτος ἐξέπεσε τῆς ὁδοῡ», Πλούτ.) 2. συμβουλεύω, νουθετώ, δείχνω σε κάποιον τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς (α. «πάντοτε μέ καθοδηγούσε σωστά» β. «πλανῶν ἔθνη καὶ …   Dictionary of Greek

  • ντεκουπάζ — και ντεκουπάρισμα, το 1. (φωτογρ. τυπογρ.) εργασία κατά την οποία μία εικόνα αποχωρίζεται από τον περίγυρό της, από το φόντο της, ξεγύρισμα 2. κινημ. τελική διαμόρφωση τού σεναρίου κινηματογραφικής ταινίας κατά την οποία γίνεται χωρισμός τών… …   Dictionary of Greek

  • σεκάνς — η, Ν κινημ. σειρά πλάνων που αποτελούν μια πλήρη ενότητα, με αρχή, μέσο και τέλος, από την άποψη δομής τής ταινίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sequence < λατ. sequor «ακολουθώ»] …   Dictionary of Greek

  • ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην …   Dictionary of Greek

  • Αντιόχεια — I (τουρκ. Antakya).Πόλη (151.500 κάτ. το 2002) της νότιας Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, πρωτεύουσα της επαρχίας Χατάι (5.403 τ. χλμ., 1.297.000 κάτ. το 2002). Χτισμένη στον ποταμό Ορόντη, περίπου 30 χλμ. από τη Μεσόγειο, σε μια εύφορη… …   Dictionary of Greek

  • Αντονιόνι, Μικελάντζελο — (Michelangelo Antonioni, Φεράρα 1912 –). Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου, δημοσιογράφος και κριτικός του κινηματογράφου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης το 1943 με τη μικρού μήκους ταινία Άνθρωποι του Πάδου, η οποία καταστράφηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”